επιπεδοσφαιρικός

επιπεδοσφαιρικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο επιπεδοσφαίριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιπεδοσφαίριο(-ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Ανδρέα Κορδέλλα στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”